- ώλλοι
- Αιων. τ. κράση αντί οἱ ἄλλοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὤλλοι — ἄλλοι , ἄλλος y masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦλλοι — ἄλλοι , ἄλλος y masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧλλοι — ἄλλοι , ἄλλος y masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)